Το σαξόφωνο είναι πνευστό
μουσικό όργανο και παρά τη μεταλλική δομή του, ανήκει στην οικογένεια των
ξύλινων πνευστών γιατί ο ήχος του παράγεται από καλάμι. Έχει στόμιο με
γλωττίδα, κωνικό σωλήνα και μηχανισμό κλειδιών. Το πρώτο σαξόφωνο το
κατασκεύασε από ξύλο ο ωρολογοποιός Ντεφοντενέλ (Defantenel) στο Λιζιέ. Ο
πραγματικός δημιουργός, που έδωσε και το όνομά του στο όργανο, είναι ο Βέλγος
Αντόλφ Σαξ (Adolphe Sax 1814-1894) που το εφηύρε τον 19ο αιώνα. Το πρώτο
Σαξόφωνο κατασκευάστηκε το 1840 από τον ίδιο, και το εγκαινίασε στο κοινό, σε
μία συναυλία στο Παρίσι. Υπάρχουν επτά είδη σαξοφώνου: σοπρανίνο, σοπράνο,
άλτο, τενόρο, βαρύτονο, μπάσο και κόντρα μπάσο. To Σαξόφωνο είναι το
"νεότερο" όργανο μεταξύ εκείνων που αποτελούν σήμερα τις ορχήστρες
και ένα από τα λίγα όργανα που πραγματικά αποτελούν εφεύρεση, δηλαδή δεν
προέρχεται από κάποιο άλλο όργανο. Είναι ένα όργανο κατάλληλο για ορχήστρες και
μπάντες, καθώς είναι άρρηκτα δεμένο με την μουσική Τζαζ.
Η Ιστορία
Τρεις πολύ σημαντικοί
μουσικοί Ο Γάλλος συνθέτης Hector Berlioz εκφράστηκε με εγκωμιαστικά σχόλια για
το Σαξόφωνο ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Αλλά και οι Αμερικάνοι Parker και
Getz έφεραν την επανάσταση στην τζαζ με τα δικά τους πολύ ξεχωριστά στυλ.
Τα πρώτα
"βήματα" του Σαξοφώνου
Το σαξόφωνο δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1840 από τον Βέλγο Antoine Joseph Sax , ο οποίος ήταν κλαρινετίστας. Είναι άγνωστη η προέλευση της έμπνευσης του Αδόλφου για τη δημιουργία του σαξόφωνου, όμως υπάρχει μια σαφής βεβαιότητα ότι κάποια σημεία του ανταποκρίνονται σε αντίστοιχα σημεία του κλαρίνου και του όμποε. Το επιστόμιο είναι σαν αυτό του κλαρίνου και τα κλειδιά όπως αυτά του όμποε. Ο Σαξ εργάστηκε για πολλά χρόνια στο εργαστήριο του πατέρα του και έφτιαξε 2 κλαρινέτα. Ο Σαξ διεύρυνε σχεδόν όλες τις οικογένειες των πνευστών, ξύλου ή μετάλλου, και με άλλα όργανα που εφηύρε όπως το saxhorn, το saxotuba, ή το saxotromba. Αλλά το Σαξόφωνο παρέμεινε η πιο κορυφαία του εφεύρεση. Τέσσερα χρόνια αργότερα εγκαινίασε το όργανο στο κοινό σε μία συναυλία στο Παρίσι,πόλη στην οποία είχε μεταφερθεί ο κατασκευαστής του από το 1842. Η πρώτη του έκδοση ήταν πολύ διαφορετική από το σημερινό βαρύτονο σαξόφωνο. Παρόλα αυτά ο Sax συνέχισε να εργάζεται, εισάγοντας μία νέα σειρά παραλλαγών που έδωσαν ως αποτέλεσμα μία ευρεία οικογένεια σαξοφώνων. Το 1846 κατοχύρωσε το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και χώρισε τα σαξόφωνα σε δύο ομάδες: η μία που προοριζόταν για συμφωνικές ορχήστρες και η άλλη για τις μουσικές και στρατιωτικές μπάντες που παρέλαυναν σχεδόν καθημερινά στις ευρωπαϊκές πόλεις.
Ένα πολύμορφο όργανο
Ορισμένοι συνάδελφοι του Σαξ περιέπεζαν το σαξόφωνο αποκαλώντας το "τερατώδες" η "υβρίδιο" εξαιτίας των χαρακτηριστικών του αλλά και ακουστικών του δυνατοτήτων, που βρίσκονταν ανάμεσα στα ξύλινα και τα μεταλλικά όργανα. Ο χρόνος έδειξε ότι αυτά ακριβώς τα "υβριδικά" χαρακτηριστικά του που το έκαναν ένα πρωτότυπο όργανο. Αυτή η ιδιομορφία του αναγνωρίστηκε μόνο από το 1857, μετά από πολλές αντιπαραθέσεις με ορισμένους από τους επικριτές του, που αρνούνταν την ισχύ της ευρεσιτεχνίας του Sax. Η αφοσίωση του δημιουργού του, ωστόσο, δεν γνώριζε όρια και έτσι συνέχισε. Το μικρό εργαστήριο του μετατράπηκε σε εργοστάσιο που το 1848 απασχολούσε διακόσιους εργάτες. Παρά την κριτική, ο Adolphe Sax, είχε τη σημαντική στήριξη ενός μεγάλου μέρους της μουσικής ελίτ της εποχής. Συνθέτες όπως ο Ροσσίνι και ο Μπερλιόζ έδειξαν εμπιστοσύνη στο όργανο αυτό. Ο ίδιος ο Rossini αφού άκουσε το σαξόφωνο, είπε τα εξής: "Το σαξόφωνο έχει τον πιο ωραίο ήχο που έχω ακούσει ποτέ." Ο Berlioz από την πλευρά του, δήλωσε ότι το βασικό πλεονέκτημα του οργάνου ήταν η "ποικιλία και η ομορφιά του χρώματός του, κάποτε βαριά και ήρεμη και άλλες φορές ονειρική ή μελαγχολική ή αχνή σαν αδύναμη ηχώ. Κατά την γνώμη μου δεν υπάρχει κανένα όργανο που να έχει μία τόσο ιδιόμορφη ακουστική στα όρια της σιωπής." Εκτός από το γεγονός ότι κατείχε εξέχουσα θέση σε ορισμένες μεμονωμένες κλασσικές συνθέσεις, το σαξόφωνο ενσωματώθηκε στις μπάντες των συνταγμάτων του πεζικού. Ήταν ακριβώς στο Στρατιωτικό Γυμνάσιο στο Παρίσι, ένα ινστιτούτο ανώτατης εκπαίδευσης, όπου το 1847 άρχισαν να παραδίδονται μαθήματα σαξόφωνου. Αλλά εκεί που η συνέχεια αυτού του Ινστιτούτου φαινόταν σίγουρη αποφασίστηκε το κλείσιμο το 1858. Ευτυχώς μερικά από τα μαθήματα μεταφέρθηκαν στο Ωδείο της γαλλικής πρωτεύουσας όπου δίδασκε ο ίδιος ο Σαξ μέχρι το 1870. Αυτό δεν σήμανε όμως το τέλος των περιπετειών του οργάνου. Ο θάνατος ορισμένων προσωπικοτήτων που είχαν προσφέρει στήριξη από την αρχή στον Sax, όπως ο Gioachino Rossini (1868) και ο Hector Berlioz (1869) συνέβαλε στον περιορισμό του σαξοφώνου σε κάποιες μπάντες που έπαιζαν κυρίως μουσικές συνθέσεις για παρελάσεις ή στρατιωτικές παρελάσεις, που συνόδευαν τις παρελάσεις των συνταγμάτων. Δεδομένης της πρόσφατης δημιουργίας του οργάνου δεν υπήρχε ακόμη ένα συγκεκριμένο κλασσικό ρεπερτόριο και οι ορχήστρες δεν αποφάσιζαν εύκολα να το συμπεριλάβουν στο σχήμα τους. Το σαξόφωνο για πολλά χρόνια ήταν θύμα της παρανόησης ότι είναι εύκολο να παιχτεί, γιατί δεν είναι, και είναι πολύ δύσκολο. Αυτό είναι μια λανθασμένη αντίληψη που θα μπορούσε να διορθωθεί με την προσθήκη μιας λέξης: Το σαξόφωνο είναι εύκολο να παιχτεί «λάθος» (Larry Pink).
Μία μεγάλη Οικογένεια
Υπάρχει μία σχετική σύγχυση αναφορικά με τον αριθμό των μελών που αποτελούσαν από την αρχή την οικογένεια του σαξοφώνου. Το 1842, δύο χρόνια νωρίτερα από τη πρώτη εμφάνιση του οργάνου σε συναυλία, ο Σαξ είχε ήδη κατασκευάσει τέσσερα διαφορετικά σαξόφωνα. Και δεν σταμάτησε εδώ. Συνέχισε να εισάγει νεωτερισμούς μέχρι να δημιουργήσει μία μεγάλη οικογένεια που θα συμπεριελάμβανε έναν μεταβλητό αριθμό οργάνων, από εννέα ως δεκατέσσερα που χωρίζονταν σε δύο ομάδες αναλόγως του τόνου. Πέντε από αυτά τα σαξόφωνα,κουρδισμένα σε μι ύφεση και σε σι ύφεση προορίζονταν για τις στρατιωτικές μπάντες που δέχθηκαν τον νεωτερισμό με μεγάλο ενθουσιασμό.Τα υπόλοιπα που ήταν κουρδισμένα σε φα και ντο προορίζονταν για τις συμφωνικές ορχήστρες, στις οποίες ενσωματώθηκαν μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα. Δεδομένης της περιορισμένης επιτυχίας του σαξόφωνου στην ορχήστρα, ο Sax αφιερώθηκε στην τελειοποίηση της πρώτης ομάδας. Ο αριθμός των οργάνων που πραγματοποιήθηκαν, ωστόσο, δεν είναι γνωστός: για εκείνα που αποτελούσαν μέρος της οικογένειας, γνωρίζουμε πολύ λίγα ενώ μόνο επτά μοντέλα διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Το σοπρανίνο και το σοπράνο, που κουρδίζονται αντίστοιχα με μι ύφεση και σι ύφεση, διαθέτουν την ιδιομορφία που τα διαχωρίζει από τα υπόλοιπα: είναι ίσια, δηλαδή, ο λαιμός της καμπάνας δεν παρουσιάζει τη χαρακτηριστική κούρβα σε μορφή πίπας που το διαχωρίζει από τα υπόλοιπα της οικογένειας.Το κοντράλτο, κουρδισμένο σε μι ύφεση είναι εκείνο που χρησιμοποιείται περισσότερο στη συμφωνική ορχήστρα, ενώ ο τενόρος (σι ύφεση) εμφανίζεται τακτικότερα στις ορχήστρες Τζαζ. Και το βαρύτονο σε μι ύφεση είναι παρόν στις ορχήστρες. Το σαξόφωνο μπάσο και το κοντραμπάσο (αντίστοιχα σε σι ύφεση και μι ύφεση) χρησιμοποιούνται συνήθως μόνο στις στρατιωτικές μπάντες. Μεταξύ αυτών των επτά οργάνων, τα πιο γνωστά είναι το σαξόφωνο σοπράνο, το κοντράλτο, το τενόρο και το βαρύτονο. Το σαξόφωνο σοπράνο έχει μία όψη που μοιάζει με το κλαρινέτο αλλά η διαφορά του με αυτό είναι η κατασκευή του από μέταλλο που σταδιακά ανοίγει προς τα κάτω. Η Ουγγρική/Ρουμάνικη Tarogato η οποία είναι αρκετά παρόμοια με το σοπράνο σαξόφωνο έχει επίσης αναφερθεί ως πιθανή πηγή έμπνευσης του Σαξοφώνου από κάποιους. Ωστόσο δεν μπορεί να είναι έτσι, γιατί η μοντέρνα Tarogato που έχει στόμιο από καλάμι δεν αναπτύχθηκε μέχρι το 1890, πολύ καιρό μετά την εφεύρεση του σαξόφωνου. Η πιο αληθοφανής εξήγηση, είναι ότι πράγματι ο Σαξ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα εντελώς καινούργιο μουσικό όργανο που να ταιριάζει τόσο τονικά όσο και στην τεχνική με την ιδέα που είχε στο μυαλό του, και να έχει ένα νέο επίπεδο ευελιξίας. Αυτό θα εξηγούσε την εκλογή του να ορίσει το όργανο ως η «φωνή του Σαξ». Το μεγαλύτερο μέρος της συμφωνικής μουσικής για σαξόφωνο προορίζεται για το κοντράλτο, που έχει, μεταξύ άλλων μία πολύ σημαντική θέση σε πολλές μουσικές ορχήστρες. Η πολυμορφία του και η μεγάλη ικανότητα που έχει να προσαρμόζεται σε διαφορετικά στυλ, το καθιστούν πιθανότατα, καταλληλότερο για τους αρχάριους. Το σαξόφωνο τενόρο από την πλευρά του έχει έναν ήχο πιο γεμάτο και και σταθερό από τα προηγούμενα. Πιο μικρό από το βαρύτονο, αλλά πιο βαρύ από το κοντράλτο, παράγει διαφορετικούς τόνους. Τελευταίο το σαξόφωνο βαρύτονο, που χρησιμοποιούσαν και οι μεγάλες μπάντες , που γεννήθηκαν την δεκαετία μεταξύ του 1930 και του 1940, είναι μεγαλύτερο των τεσσάρων οργάνων και διαθέτει ένα χαρακτηριστικό που το καθιστά ξεχωριστό: το στριφτό επιστόμιο. Ο Σαξ σχεδίασε επίσης ένα υπό-κοντραμπάσο αλλά ποτέ δεν το ολοκλήρωσε.
Ο θρίαμβος του νεωτερισμού
Η δημιουργία του οργάνου απαντούσε σε αρχές τόσο νεωτεριστικές για την εποχή που ακόμη και ο ίδιος ο Σαξ ονόμασε την εργασία του μια "χίμαιρα". Ο Βέλγος κατασκευαστής δημιούργησε ένα πνευστό όργανο στο οποίο "ο χαρακτήρας της φωνής του να μπορούσε να προσεγγίσει τα έγχορδα, αλλά να είχε μεγαλύτερη δύναμη και ένταση". Ορισμένοι συνθέτες, μεταξύ των οποίων και ο Μωρίς Ραβέλ (το σαξόφωνο είναι παρόν και στο περίφημο Bolero), ο Ρίχαρντ Στράους (Οικιακή Συμφωνία), ο Ζυλ Μασνέ (Βέρθερο) και ο γάλλος συνθέτης Ζωρζ Μπιζέ (Preludio de La Arlesiana), ενδιαφέρθηκαν για το σαξόφωνο και το εισήγαγαν σταδιακά στις συνθέσεις τους. Η συχνή εμφάνιση του σαξοφώνου ανάγκασε την αναγνώρισή του και τη χρήση του στις συμφωνικές ορχήστρες από το τέλος του 19ου αιώνα. Ήταν όμως η Τζαζ που ανέλαβε να οδηγήσει στην κορύφωση της επιτυχίας του αν και αργά: μόνο το 1920, πράγματι, οι ορχήστρες τζαζ συμπεριέλαβαν στους κόλπους τους οριστικά πια το σαξόφωνο. Κατά τη διάρκεια της χρυσής δεκαετίας του Ragtime (1900-1910) οι μουσικοί της Νέας Ορλεάνης, παρότι γνώριζαν το σαξόφωνο, αντιτάσσονταν στη χρήση του. Μέχρι το 1914 τα σαξόφωνα αγοράζονταν στην τιμή του μπρούντζου στις αγορές σιδερικών στη Γαλλία. Η κατάσταση αυτή βοήθησε πολλούς Αμερικανούς μουσικούς που φτάνοντας στην Γαλλία κατά τη διάρκεια του Πρώτου παγκόσμιου πολέμου, αγόραζαν όργανα σε εξευτελιστικές τιμές. Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι η γεωγραφική εξάπλωση του σαξοφώνου, δηλαδή η μεταφορά του από την Ευρώπη στις ΗΠΑ, συνδέθηκε και με την τιμή του. Οι χορευτικές ορχήστρες που ζωντάνευαν τις γιορτές στα μοδάτα κέντρα και γεμίζανε τους δρόμους και τις πλατείες, έκαναν το σαξόφωνο ένα όργανο κατάλληλο για οποιοδήποτε κοινό. Ανεξάρτητα από την περιορισμένη παρουσία του στη συμφωνική ορχήστρα, το σαξόφωνο κέρδισε την πρώτη θέση στις χορευτικές ορχήστρες. Πολύ σύντομα η ομάδα των σαξοφώνων αυτού του είδους τις ορχήστρες διευρύνθηκε: στα δύο σαξόφωνα τύπου άλτο και στο ένα σαξόφωνο τενόρο προστέθηκε από το 1915 και το βαρύτονο και στη συνέχεια, ένα ακόμη τενόρο. Το σαξόφωνο, έφτασε λοιπόν στον κόσμο της Τζαζ το 1920, σχεδόν μαζί με τη διάδοση των γραμμόφωνων και των δίσκων, κάτι που ωφέλησε εξαιρετικά τη δημοτικότητά του. Οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες από την πλευρά τους, εισήγαγαν το σαξόφωνο σε ορισμένες ηχογραφήσεις για να δώσουν έναν πιο μοντέρνο τόνο. Το σαξόφωνο χρησιμοποιείται ακόμη σε στρατιωτικές μπάντες και σε ορχήστρες τζαζ, αλλά και σε άλλα είδη όπως η ρέγκε και η σκα.
Το καλύτερο σαξόφωνο
τενόρο O John Coltrane, έγινε γνωστός στα μέσα της δεκαετίας του '50 με τις
γνωστές ορχήστρες των Miles Davis και Thelonious Monk, όπου βρήκε αμέσως την
δική του προσωπική θέση. Το αλκοόλ και η ηρωίνη διέκοψαν την φιλόδοξη καριέρα
του. Το 1967 πέθανε στα 41 χρόνια εξαιτίας του καρκίνου στο συκώτι.
Από τη διαφορετικότητα στο
συνδυασμό
Αν η Τζαζ προώθησε το σαξόφωνο στο μουσικό στερέωμα, η σύγχρονη μουσική άνοιξε τις πόρτες της σε μουσικές τάσεις άγνωστες μέχρι τότε, στις οποίες το σαξόφωνο προσέφερε πάρα πολλά. Για μερικά χρόνια φαινόταν πως οι σύγχρονοι συνθέτες δεν έδιναν προσοχή στο σαξόφωνο. Όμως από τη δεκαετία του 1980, η Γαλλία και η Ρουμανία φάνηκαν ως οι πιο γόνιμες χώρες για το σόλο ρεπερτόριο. Αρχικά το κοντράλτο μπορούσε να θεωρηθεί το "τυπικό" μέλος της οικογένειας των σαξοφώνων. Τώρα όμως το σκεπτικό είναι διαφορετικό: κάθε μέλος αποτελεί αναπόσπαστο μέλος μιας οικογένειας οργάνων και ο διαχωρισμός τους δεν έχει έννοια. Οι σαξοφωνίστες θα πρέπει να γνωρίζουν την τεχνική όλων των μελών της οικογένειας. Η εγκυρότητα της εφεύρεσης του Adolphe Sax αποδείχθηκε περίτρανα, όμως, όπως συχνά συμβαίνει, ότι η αναγνώρισή του έφτασε αργά και ο δημιουργός του πέθανε φτωχός, αγνοώντας την πορεία των γεγονότων.
Οι θεραπευτικές ιδιότητες του Σαξοφώνου
Σήμερα οι θεραπευτικές ιδιότητες της μουσικής είναι αδιαμφισβήτητες. Ωστόσο, στα μέσα του 19ου αιώνα δεν ήταν εύκολο να μιλήσει κανείς για τη θεραπευτική αξία της μουσικής γενικά και ορισμένων οργάνων ειδικότερα. Ήταν ακριβώς την εποχή αυτή που ο Adolphe Sax, επιδέξιος και παθιασμένος, δεν δίστασε να υποστηρίξει δημόσια ότι το σαξόφωνο εξασφάλιζε οφέλη για την πρόληψη και την θεραπεία από ασθένειες των πνευμόνων. Αυτή η πεποίθηση ήταν κάτι υπερβολικό για την εποχή και ο Sax, όχι μόνο δεν έγινε πιστευτός, αλλά προκάλεσε και την εχθρότητα των συναδέλφων του.
Η διαδικασία κατασκευής
Το σαξόφωνο μπορεί να θεωρηθεί, απλούστερα, ένας κωνικός σωλήνας με τρύπες, στον οποίον προστίθενται κλειδιά, λεβές και καπάκια. Παραδοσιακά, οι κατασκευαστές, έδιναν τη χαρακτηριστική φόρμα στο μεταλλικό σωλήνα με ένα ξύλινο σφυράκι. Σήμερα, τα μηχανήματα συμβάλλουν ώστε να γίνεται εύκολα η διαδικασία κατασκευής που διαφορετικά θα ήταν δύσκολη και περίπλοκη. Απαιτούνται περισσότερες από οκτακόσιες μηχανικές εργασίες πριν τη συναρμολόγηση των περίπου τριακοσίων κομματιών. Οι αυτόματοι τόρνοι χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σφαιρών, παξιμαδιών και βιδών. Τα επίπεδα κομμάτια χωρίζονται σε κλειδιά που κόβονται από φύλλα μπρούτζου με τη βοήθεια μιας πρέσας. Η καμπάνα, η κεφαλή και ο σωλήνας είναι το αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς στο εργαστήριο. Για την κάμψη του σωλήνα χωρίς παραμόρφωση, γεμίζει με ένα ειδικό κρύσταλλο, νερό ή διάλυμα με σαπούνι που παγώνει. Στο σημείο αυτό, χαράσσονται μικρές οπές στο σώμα του σαξοφώνου, στο οποίο ακολούθως εισάγεται ένας μεταλλικός άξονας που χρησιμοποιείται για να περάσουν από το εσωτερικό στο εξωτερικό ορισμένες σφαίρες, και αυτές μεταλλικές, κατάλληλου διαμετρήματος όμοιου με τις οπές. Με τον τρόπο αυτό ο κατασκευαστής εξασφαλίζει ότι οι οπές που έχουν γίνει έχουν τις σωστές διαστάσεις. Στο σημείο αυτό το σώμα είναι έτοιμο για τη συγκόλληση των στηριγμάτων που διατηρούν σταθερό στη θέση του τον μηχανισμό, και στη συνέχεια γίνεται η συναρμολόγηση των τμημάτων που προηγουμένως έχουν καθαριστεί και λουσταριστεί. Αυτό είναι το πιο δύσκολο μέρος της διαδικασίας, που απαιτεί την επέμβαση ειδικευμένων επαγγελματιών. Στη συνέχεια απλώνεται ένα στρώμα άχρωμου βερνικιού και προχωρά στο ψήσιμο που θα δώσει την χαρακτηριστική λαμπερή και χρυσή όψη του. Αν, αντιθέτως επιθυμούμε να έχουμε ένα ασημένιο σαξόφωνο, γίνεται η "βάπτιση" του ασημιού. Μέχρι το τέλος του '70 ήταν πολύ συνηθισμένα τα σαξόφωνα με επικάλυψη νικελίου και όψη όμοια με τα ασημένια αλλά ελαφρώς πιο λαμπερά. Τέλος, το καλαμάκι του σωλήνα είναι σημαντικό. Για την κατασκευή του χρησιμοποιείται το Arundo Donax, ένας άδειος σωλήνας όμοιος με το μπαμπού που προέρχεται κυρίως από τη Γαλλία. Οι σωλήνες χωρίζονται βάσει των των διαστάσεών τους, κόβονται σε τέσσερα τμήματα και κατηγοριοποιούνται βάσει της σκληρότητας που μετράται με την αντοχή στην κάμψη.
Μία ιδιαιτερότητα του Σαξοφώνου: Ξύλο ή μέταλλο;
Μπορεί να φανεί μία ανούσια ερώτηση όμως είναι πέρα για πέρα λογική. Αν παρατηρήσουμε το όργανο, η απάντηση, φαίνεται πολύ ξεκάθαρη:μέταλλο. Παρ'όλα αυτά, το σαξόφωνο τοποθετήθηκε στην οικογένεια των πνευστών οργάνων από ξύλο και η θέση του μέσα στην συμφωνική ορχήστρα είναι δίπλα στο κλαρινέτο. Αυτή η ιδιαιτερότητα που το καθιστά ένα μοναδικό όργανο, προκύπτει τόσο από την αρχή, βάσει της οποίας δημιουργήθηκε δηλαδή την αξίωση να δώσει σε ένα μεταλλικό όργανο την ακουστική και χρωματική ποιότητα των εγχόρδων. Ο Adolphe Sax είχε την αξιοσύνη να υποδείξει ότι οι αναλογίες της κολώνας αέρα που δημιουργείται στο εσωτερικό του σωλήνα και με το υλικό που χρησιμοποιείται, προσδιορίζει την ποιότητα του χρώματος του εργαλείου. Από την αρχή αυτή προέκυψε το σαξόφωνο, ένα υβρίδιο μεταξύ του κλαρινέτου (όργανο ξύλινο και απλό γλωσσίδι) και τη φλικόρνα (εξ' ολοκλήρου μεταλλικό και με ήχο πιο οξύ). Συνδυάζοντας την ποιότητα του μετάλλου με την πολυμορφία των οργάνων από ξύλο, το σαξόφωνο απέκτησε μία θέση μεταξύ των μεγάλων.
Επιστόμια
Τα επιστόμια γίνονται σε μια μεγάλη ποικιλία υλικών, τόσο μεταλλικά όσο και μη μεταλλικά. Τα μη μεταλλικά φτιάχνονται από εβονίτη, πλαστικό ή σκληρό καουτσούκ, ενίοτε ξύλινα και σπάνια από γυαλί. Των μεταλλικών επιστομίων πολλοί περιγράφουν τον ήχο τους ως «λαμπρότερο» από αυτών που δεν είναι μεταλλικά. Ορισμένοι μουσικοί θεωρούν ότι τα πλαστικά δεν παράγουν καλό ήχο. Άλλοι σαξοφωνίστες ισχυρίζονται ότι το υλικό έχει μικρό αντίκτυπο στον ήχο, αν έχει, και ότι είναι οι φυσικές διαστάσεις που δίνουν στο επιστόμιο το ηχόχρωμα του. Η τζαζ και η δημοφιλής – λαϊκή μουσική που παίζουν οι σαξοφωνίστες, συχνά γίνεται με ανοιχτά επιστόμια. Είναι κατάλληλα ώστε η οροφή του επιστομίου να βρίσκεται πιο κοντά στο στέλεχος δημιουργώντας έτσι ταχύτερη ροή του αέρα. Αυτό παράγει ένα πιο σαφές ήχο, που συντομεύει τις αποστάσεις σε μια μεγάλη μπάντα ή ανάμεσα σε ενισχυμένα όργανα. Αν και το μεγάλο άνοιγμα και ο ήχος που προκύπτει συνήθως συνδέεται με το μεταλλικό επιστόμιο, κάθε επιστόμιο μπορεί να έχει ένα. Με αυτό τον τρόπο επιτρέπεται μεγαλύτερη ευελιξία στο κούρδισμα, επιτρέποντας επιπτώσεις όπως η κάμψη, κοινή σε τζαζ και ροκ. Οι κλασικοί καλλιτέχνες τείνουν να επιλέγουν επιστόμια με στενό άνοιγμα και χαμηλή σωλήνα, που παράγουν ήχο πιο σταθερό και σκοτεινό.
Καλαμάκια
Όπως και τα κλαρινέτα, τα
σαξόφωνα χρησιμοποιούν ένα και μοναδικό καλαμάκι, το οποίο όμως γενικά είναι
πλατύτερο και μικρότερο από του κλαρινέτου. Η σκληρότητα μετριέται συνήθως (αν
και όχι πάντα) χρησιμοποιώντας μια αριθμητική κλίμακα που κυμαίνεται από 1-4. Το
4 είναι το πιο δύσκολο και το 1 το πιο ήπιο. Εξαίρεση αποτελεί το βαρύτονο
σαξόφωνο του οποίου ο αριθμός έφτασε το 5.