Ποντιακή λύρα


Η Ποντιακή λύρα, γνωστή και ως Κεμεντζές της Μαύρης Θάλασσας (Karadeniz kemencesi στα Τούρκικα) είναι Ελληνικό παραδοσιακό μουσικό όργανο. Ανήκει στην κατηγορία των εγχόρδων τοξοτών μουσικών οργάνων, δηλαδή που χειρίζονται με δοξάρι. Έχει τρεις χορδές, συνήθως κουρδισμένη σε τέταρτες καθαρές με νότες ΣΙ-ΜΙ-ΛΑ. Η Ποντιακή λύρα είναι το κατ΄ εξοχήν μουσικό λαϊκό όργανο των Ελλήνων του Πόντου. Φαίνεται να επινοήθηκε κατά τα Βυζαντινά χρόνια, μεταξύ 11ου και 12ου Αιώνα. Το όργανο φτιάχνεται από διάφορα είδη ξύλων.

Καταγωγή

Τα πρώτα έγχορδα όργανα με χορδές ήταν ως επί το πλείστον νυκτά, (για παράδειγμα, η ελληνική λύρα) παίζονταν δηλαδή με τα νύχια. Τα δίχορδα, τοξωτά όργανα, που παίζονται σε όρθια θέση και έφεραν δοξάρι από αλογοουρά, μπορεί να προέρχονται από τους νομαδικούς εφίππους πολιτισμούς της Κεντρικής Ασίας, σε μορφές που μοιάζουν πολύ με τη σύγχρονη Μογγολική Μορίν Χουρ και το Καζακστανικό Κόμπιζ. Παρόμοιοι και διάφοροι τύποι διαδόθηκαν πιθανώς κατά μήκος εμπορικών οδών Ανατολής-Δύσης από την Ασία στη Μέση Ανατολή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο άμεσος πρόγονος όλων των ευρωπαϊκών τοξωτών οργάνων (άρα πιθανόν και της Ποντιακής λύρας) είναι το αραβικό ρεμπάμπ (ربابة), το οποίο εξελίχθηκε στη βυζαντινή λύρα τον 9ο αιώνα και αργότερα στο ευρωπαϊκό ρεμπέκ.

Η Ποντιακή λύρα φαίνεται να δημιουργήθηκε μεταξύ 11ου και 12ου Αιώνα, όταν ο Πόντος ήταν τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ η ονομασία "Κεμεντζές" πρωτοεμφανίστηκε κατά τον 10ο Αιώνα. Σύμφωνα με τον Παύλο Χαιρόπουλο, δημιουργήθηκε από τους ίδιους τους Έλληνες του Πόντου.

Κατασκευή και μηχανική

Ανατομία της Ποντιακής λύρας. # Κλειδοκράτορας # Κλειδιά # Λαιμός # Ταστιέρα # Καπάκ # Σχισμές ήχου ("ρωθώνια") # Καβαλάρης # Χορδοδέτης # Ηχείο # Ψυχή (εσωτερικό εξάρτημα) # Χορδές Οι διαστάσεις είναι κατά προσέγγιση

Συνηθέστερο υλικό κατασκευής του ηχείου, της κεφαλής και του χεριού του οργάνου είναι το μονοκόμματο ξύλο δαμασκηνιάς, καθώς και μουριάς, καρυδιάς, κέδρου, ακακίας κ.ά., ενώ του καπακιού το ξύλο πεύκου ή ελάτου. Παραδοσιακά, το ξύλο της δαμασκηνιάς θεωρείται το καλύτερο. Σύμφωνα με την παράδοση, τα νερά (αυξητικοί δακτύλιοι) του ξύλου του καπακιού, εάν είναι πυκνά, αποδίδουν καλύτερα τις ψιλές συχνότητες, ενώ εάν είναι αραιά τις χαμηλότερες. Συνήθως, τα πιο πυκνά "νερά" τοποθετούνται στην πιο ψιλή χορδή.

Η Ποντιακή λύρα διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής της με μακρύ λαιμό και στενόμακρο ηχείο. Ο κλειδοκράτορας έχει το σχήμα της σταγόνας και λέγεται "κιφάλ" (Κεφάλι) στην ποντιακή διάλεκτο. Είναι το ανώτερο τμήμα του οργάνου. Στο "κιφάλ", σφηνώνονται τα κλειδιά κουρδίσματος, τα "ωτία" (αυτιά), τα οποία έχουν σχήμα Τ (συνήθως) και σε αυτά δένονται οι χορδές, οι οποίες, αφού διασχίσουν ολόκληρο το όργανο, καταλήγουν στον χορδοδέτη ("παλικάρ"), ένα ξύλινο εξάρτημα σχήματος μακρόστενου ανεστραμμένου τριγώνου, που βρίσκεται στο κάτω μέρος, πάνω στο οποίο στερεώνονται οι κάτω άκρες των χορδών. Οι τρεις χορδές στερεώνονται στον καβαλάρη ("γάιδαρον"), ένα εξάρτημα που φέρει φέρει τρεις χαράξεις - εγκοπές για να μη μετακινούνται οι χορδές δεξιά - αριστερά. Εσωτερικά της λύρας, είναι σφηνωμένο ένα κομμάτι ξύλου, η "ψυχή". Οι πλευρές του οργάνου είναι επίπεδες και ονομάζονται "μάγ'λα". Ο λαιμός ("γούλα") είναι το σημείο στο οποίο κρατιέται το όργανο από τον λυράρη. Ο ήχος βγαίνει από δύο κυρτές ή ίσιες σχισμές, τα "ρωθώνια", και από τρύπες στις άκρες τους, στο καπάκι και στο πλάι. Μια τυπική λύρα έχει: δύο τρύπες σε κάθε πλευρά, τέσσερις τρύπες στο καπάκι (δύο πάνω και δύο κάτω) και από μία σε κάθε άκρη των σχισμών. 

Χορδές

Οι τρεις μονές χορδές της ποντιακής λύρας μέχρι το 1920 ήταν από μετάξι και παρήγαν ωραίο μελωδικό πλην όμως χαμηλό ήχο. Εναλλακτικά, οι δύο υψηλότερες ήταν από μετάξι και η τρίτη από έντερο. Οι δύο υψηλότερες χορδές ήταν πιο λεπτές από την τρίτη. Σήμερα οι χορδές είναι μεταλλικές, είτε δύο χορδές ίσου πάχους και μία πιο λεπτή, είτε δύο χορδές ίσου πάχους και μία καλυμμένη με σύρμα.

Κούρδισμα και χόρδισμα

Η ποντιακή λύρα κουρδίζεται σε τέταρτες καθαρές. Υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι παιξίματος:

Η μελωδία παίζεται στην ψηλότερη χορδή, με την αμέσως επόμενη να λειτουργεί ως ισοκράτης.

Η μελωδία παίζεται στις δύο πρώτες χορδές

Η μελωδία παίζεται στην χαμηλότερη χορδή, ε την αμέσως επόμενη να λειτουργεί ως ισοκράτης

Τυπικά, η λύρα χορδίζεται σε ΣΙ-ΜΙ-ΛΑ, αλλά υπάρχουν λύρες με διάφορους τόνους. Οι πιο ψιλές ονομάζονται "ζιλ λύρες", ενώ οι πιο χαμηλές "καπάν λύρες". Τις ονομασίες αυτές, φέρουν και οι αντίστοιχες χορδές (ψηλότερη-χαμηλότερη).

Δοξάρι

Το Τόξο ή "τοξάρ" ή "δοξάρι" είναι ξεχωριστό εργαλείο και απαραίτητο για τη χρήση του οργάνου. Το όνομά του προέρχεται από το τόξο που δημιουργούν οι ίνες του. Πρόκειται για μακρύ ξύλινο όργανο, μήκους περίπου 50 έως 60 εκατοστών, που φέρει δύο πλευρές η μπροστινή πλευρά φέρει δέσμη ινών που καταλήγουν στις άκρες του. Οι ίνες περνώντας από τη μία άκρη καταλήγουν στην άλλη όπου δένονται εκεί με δέρμα. Το σημείο αυτό που είναι κυλινδρικό κρατιέται με το δεξί χέρι του οργανοπαίκτη (Ή το αριστερό, εάν αυτός είναι αριστερόχειρας) και με το μέσο και παράμεσο δάκτυλο πιέζεται ώστε η δέσμη να διατηρείται τεντωμένη.

Οι ίνες του τοξαρίου είναι τρίχες ουράς αρσενικού αλόγου (Οι τρίχες της φοράδας συνήθως φθείρονται από το ούρα.)

Παίξιμο

Νεαρός παίκτης Ποντιακής λύρας παίζει όρθιος. (Από καρτ-ποστάλ αρχών 20ου Αιώνα)

Κατά τη χρήση του οργάνου ο Πόντιος λυράρης «παίζει» τη λύρα είτε όρθιος είτε καθιστός. Παίζεται σε όρθια θέση, είτε στηρίζοντας την στο γόνατο όταν ο λυράρης κάθεται,[εκκρεμεί παραπομπή] είτε κρατιέται μπροστά από τον παίκτη όταν στέκεται. Παρόλο που στην αχλαδόσχημη λύρα της Κρήτης, των Δωδεκανήσων, και της Θράκης οι χορδές πιέζονται με το νύχι, στην φιαλόσχημη Ποντιακή Λύρα πιέζονται με την ψίχα των δακτύλων


ΠΗΓΗ